- παρατρέω
- Α(επικ. τ.)1. παρεκκλίνω από φόβο, τρομάζω και φεύγω, παραμερίζω φοβισμένος2. (για άλογα) ξυπάζομαι, τρομάζω και πηδώ πλάγια («παρέτρεσαν δὲ οἱ ἵπποι», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + τρέω «τρέμω, τρομάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.